Του Αλή πασά
Να ‘ταν οι κάμποι θάλασσες,
και τα βουνά ποτάμια, Βεζυρ’ Αλή πάσα.
Να πνίγονταν ο Τάταρης,
που φέρνει τα φερμάνια.
Αρβανίτες παινεμένοι,
που ‘ναι ο Αλή πασάς καημένοι;
Ωρε και το φερμάνι έγραφε,
το βέβαιο χαμπέρι, Βεζύρ’ Αλη πασά.
Να σηκωθείς Αλη πασά,
να πας στο Τεπελένι.
Αρβανίτες παλικάρια,
με σπαθιά και με χαντζάρια.
Δεν φεύγω απ’ τα Γιάννενα,
και το κιαμέτ να γένει, Βεζύρ’ Αλη πασά.
και το κιαμέτ να γένει.
Λέτε λέτε, τι μου λέτε;
το μπαρούτι που πουλιέται;
Ξύπνα καημένε Αλη πασά,
να δεις τα Γιάννενα σου, Βεζυρ’ Αλη πασά.
Τα πήρανε οι Έλληνες,
δεν είναι πια δικά σου.
Δε μου λέτε, δε μου λέτε,
το μπαρούτι που πουλιέται;