ΑρχικήΚρήτηΤου Χατζή Οσμάν Πασά

Του Χατζή Οσμάν Πασά

Του Χατζή Οσμάν Πασά

Να ’χε βουλήσε’ η Παρασκή και να χαθή η γιώρα
όντεν εξεβαρκάριζεν Οσμάν Πασάς στη Χώρα.
Να ’χε βουλήσ’ η Παρασκή και να ραΐσ’ η Τρίτη
όντεν εξεβερκάρισεν Οσμάν Πασάς στην Κρήτη.
Όντεν εξεβαρκάρισε στση Σούδας το λιμάνι
να ’χε βουλήση, να χαθή, γιατί δεν είχ’ ιμάνι.
Ένας παπάς Πισκοπιανός του ρίχτ’ αριτζιχάλι,
να πιάσουν τον Αρήφ Αγά τ’ όμορφο παλληκάρι.
─Πες μου παπά το δίκιο σου, μα γω θα σου το κάμω,
μα ψώματα να μη μου πης, γιατί θα σε κρεμάσω.
─Μα τ’ άγιά μου γράμματα, μα τσι χρουσές ημέρες,
[δεν τσι ορίζω, αφέντη μου, τσι τρεις μου θυγατέρες]
μηδέ παιδιά ορίζω μπλιό, μηδέ τον απατό μου
μα το σπαθί σου βάν’ ομπρός κι ύστερα το σταυρό μου.
[Σαββάτο λάβαν τη βουλή δώδεκα Γιανιτσάροι,
να πιάσουν τον Αρήφ Αγά, τ’ ομορφο παλληκάρι.
Μα όντε το λόγον είπανε κ’ αβουληθήκαν όλοι,
επήγαν και το ζώσανε το έρημο περβόλι.
Αράπης κάνει να τσι δη, πιάνει τη χαρμπαλέτα.
–Δος μου, Αγά μου, θέλημα να τωνε παίξω ντρέτα.
Γροικάτε το σκυλάραπο λόγια που μου τα λέει,
την αλυσίδα στο λαιμό γυρεύγει να μου φέρει.
–Δος μου, Αγά μου θέλημα κι όσοι ξεμιστευτούμε,
στο Κάστρο και στη Μεσαρά καλά θα παινεθούμε.
–Γροικάτε το σκυλάραπο δουλειές που μου τσι κάνει,
την αλυσίδα στο λαιμό ξανοίγει να μου βάνη.
Και πιάνουν τον Αρήφ Αγά, χέρια και πόδια δένουν.
–Δε με λυπάστε, μπρε παιδιά, πνοή ψυχή μου βγαίνουν.
Και όντε του εβγάνανε την ασημοπιστόλα,
–Δε με λυπάστε, μπρε παιδιά, απού ’μαι σαν τη βιόλα;
Και όντε του εβγάνανε τ’ ασημωτό μαχαίρι,
–Δε με λυπάστε, μπρε παιδιά, απού δεν έχω ταίρι;
Στη στράτα που τον πηαίνανε εφώναξεν: –Αμάνι,
αφήστε με μωρέ παιδιά, δεν είστε σεις Οσμάνοι;
Κι’ όντε τον επερνούσανε εις τω Χανιώ την πόρτα,
τα λούλουδα μαραίνουνταν κ’ εψύγουνταν τα χόρτα.
Κι όντε τον επερνούσανε στση χώρας τ’ αργαστήρια,
οι πέτρες εραΐζανε πάνω στα παραθύρια.
Κι όντε τον επερνούσανε κάτω στο σαντριβάνι,
κρύο νερό εζήτηξε κι ας είχεν αποθάνει.
Κι όντε τον ανεβάζανε εις του Πασσά τη σκάλα,
ζερβά, δεξιά εστράφηκε κι εφώνιαξε μεγάλα.
–Παιδιά και πού ’στ’ οι φίλοι μου και σεις οι γεδικοί μου,
εις του Πασσά το συγκουλέν εβάλαν τη ζωή μου.
Και ο Πασσάς ως τ’ άκουσε, πολλά του βαροφάνη:
–Καλώς τον τον Αρήφ Αγά, τ’ όμορφο παλληκάρι.]
Και η νενέ του ως τ’ άκουσε το φερετζέ τση πιάνει,
κ’ εις του Πασσά εστάθηκε, ξανάστροφα τον βάνει.
─Πασά και Βεζυράκι μου, να μου τονε χαρίσης,
μ’ αν θες φλωριά στο βάρος του, να τονε καμπανίσης.
─Πώς μου το λες, Καδή νενέ, να σου τονε χαρίσω,
που πείραξε τσι κοπελιές και θα τον καταλύσω;
{Ρωμιούς πολλούς εσκότωσε κι εξέβγαλε παπάδες
κι έκαμε τόσα ορφανά κι αριφνητες χηράδες.}
[–Βάλε Νενέ, το φερετζέ, να μη σε δουν οι Τούρκοι,
μα μένα θα με φέρουνε νεκρό εις το ταμπούτι.
Δό(ς) μου, Νενέ, τη χέρα σου, τη μια σου και την άλλη,
το γάλα που με βύζαξες κάμε μού το χαλάλι.
–Χαλάλι σου το γάλα μου, χαλάλι σου παιδί μου,
δεν έχει μάνα σαν κ’ εμέ την παραπόνεσή μου.
–Μ’ αφήνω σας παραγγελιά για το μεγάλο αράπη,
εις το ντολάπ’ ειν’ τα χαρθιά, κάμετέ τον αζάτι.
Κι αφήνω σας παραγγελιά ογιά το χανουμάκι,
να μη μου το μαλώνετε, τ’ άσπρο μου γιασεμάκι.]
Κι αφήνω σας παραγγελιά τσι τρεις νερατζοπούλες,
να μη μου τσι μαλώνετε τσι τρεις παπαδοπούλες.
[Στο παραθύρι πού ’βγαινα κι εθώρουνα τη χώρα,
βάλε, Νενέ μου, χτίσε το, γιατ’ ήμουν σαν τη βιόλα.
Στο παραθύρι πού ’βγαινα, κι εθώρουνα την άμμο,
βάλε, Νενέ μου, χτίσε το, γιατί δεν είχες άλλο.
Στο παραθύρι πού ’βγαινα και έπαιζα τη λύρα,
βάλε, Νενέ μου, χτίσε το γιατ’ ήσουν κακομοίρα.
Θωρείς τα τα δαχτύλια μου τα μακροκονδυλάτα,
παιδιά και δεν την έπαιζα(ν) τη λύρα βαγιωνάτα.
Θωρείς τα τα δαχτύλια μου τα κονδυλοσερμένα,
παιδιά και δεν την έπαιζα(ν) τη λύρα χαϊδεμένα.
΄Αμμε, Νενέ μου, στο καλό, άμμε και συ πουλί μου,
μα ο Πασσάς θα τη χαρή εμέ την κεφαλή μου.
Άμμε, σα δης το μνήμα μου και βγάλη χορταράκια,
έλα, βοτάνισέ μου το με τ’ άσπρα σου χεράκια.

Το τραγούδι αυτό δεν έχει σαφή τίτλο.
Θα μπορούσε χωρίς δυσκολία να ονομαστεί «Το τραγούδι του Αρήφ Αγά», αφού ο μύθος αναφέρεται στη σύλληψη και στο τέλος του.



ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΔΕΙΤΕ

Πέρα στον πέρα μαχαλά

Πέρα στον πέρα μαχαλά Πέρα στον πέρα μαχαλά κάται η Βλάχα η κυαρά, είχε...

Πασχαλιάτικες Μαντινάδες

Πασχαλιάτικες Μαντινάδες Σήμερα που'ναι Πασχαλιά σήμερα που'ναι Πασχαλιά κι ο κόσμος ξεφαντώνει ο κόσμος ξεφαντώνει, φιλιούνται...

Ο φυλακισμένος

Ο φυλακισμένος Φυλακισμένος βρίσκομαι και βαροδικασμένος μα η σκέψη γίνεται πουλί και φεύγει απού...

Μπαίνω μες τ’ αμπέλι

Μπαίνω μες τ' αμπέλι Μπαίνω μες τα αμπέλι μωρέ μπαίνω μες τα αμπέλι μπαίνω...

Ν’αϊλλοί εκείνεν την μάναν

Ν'αϊλλοί εκείνεν την μάναν Και ν' αϊλλοί εκείνεν την μάναν π' είχεν δύο παιδία τ'έναν...