Ο γκεμιτζής αρρώστησε
Ο γκεμιτζής αρρώστησε στου καραβιού την πλώρη.
Δεν έχει μάνα να τον δη, κύρη να τόνε κλάψη,
ουτ’ αδερφό, ουτ’ αδερφή κερί να τον ανάψη.
Τον κλαίει η καπετάνισσα με τον καραβοκύρη.
Σήκω, καημένε γκεμιτζή, σήκω, κυημένε ναύτη,
να κουμπασάρης τον καιρό να βγούμε σε λιμνιώνα.