Ψηλό ιβουνό Μαρίγια μου
Ψηλό ιβουνό, Μαρίγια μου
ψηλό ιβουνό θέ’ ν’ ανέβου,
ερ’ ψηλό μαρμαρουμένου
του χειλάκι σ’ του βαμμένου.
Να κόωου του, Μαρίγια μου
να κόωου του βασιλικό,
ερ’ να κάμου αρύ φουρκάλι
σαν κι σένα δεν είν’ άλλη.
Να φουρκαλώ, Μαρίγια μου
να φουρκαλώ τις θάλασσες,
ερ’ ν’ αράζουν τα καράβια
τα όμουρφα τα παλικάρια.
Καράβι η, Μαρίγια μου
καράβι ήρθι κι άραξι,
στης αγάπης μου την πόρτα
σα να ήξιρι απού πρώτα.
– Καραβουκύ, Μαρίγια μου
καραβουκύρη κι αδιρφέ
ερ’ τι έχεις μες τ’ αμπάρι
κι όλο τρίζει του κατάρτι;
– Στην πλώρη ε, Μαρίγια μου
στην πλώρη έχου παπαδιές,
ερ’ στην πρύμνη παντριμένις,
χήρις κι αρραβουνιασμένις.
Κι τα κουρί, Μαρίγια μου
κι τα κουρίτσια μες τ’ αμπάρ’,
τα κουρίτσια μες τ’ αμπάρι
κι όποιους θέλ’ να πάει να πάρει.