Τι να κάνω ο έρημος
Τι να κάνω ο έρημος τη γυναίκα πού ’χω,
το Γενάρ’ και το Φλεβάρ’ με προβοδάει στο θέρο,
θέριζα, αλώνιζα, όλο βροχές και χιόνια,
κι όταν τα θημώνιαζα, όλο κρουσταλλάκια.
Kίνησα κι εγώ ο καημένους να πάω σπίτι,
βρίσκω τη νοικοκυρά μέσα με τους φίλους,
μπουγατσούδις έψηναν και αβγά τηγάν’ζαν.
Ξάμουσα κι εγώ ο καημένους να πάρω ένα,
σ’κών’ το σιδηρόφτυαρο, να μιά στο χέρι.
– Δε σι λέω, κερατά, βρε πεζεβέγκη,
’ντά ’χω γω τους φίλους μου όξω να στέκεις,
κι όταν δεν είν’ φίλοι μου, τότε να μπαίνεις;
Nα το γρουνοτζέβανο, σκάσε και φάε,
να το γρουνοκούμασο, ψόφ’σε και πέσε.